- πυρριώ
- -άω, ΜΑμσν.έχω ερυθρή, κοκκινωπή όψη («ἐπυρρία τὸ εἶδος καὶ δυοῑν ἡμέραις ἀπόσιτος ὤν», Πρόκ.)αρχ.είμαι ή γίνομαι κόκκινος, ιδίως από ντροπή («ὥσπερ καταιδεσθέντες τὸ γεγονὸς ἐπυρρίασαν», Ηλιόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κατάλ. -ιῶ δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ναυτ-ιῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.